| Κύριες μεταφράσεις |
| custom n | (habit, usual behaviour) | συνήθεια ουσ θηλ |
| | (καθομιλουμένη) | συνήθειο ουσ ουδ |
| | It was Jane's custom to go jogging every morning before breakfast. |
| | Ήταν συνήθεια της Τζέιν να πηγαίνει για τρέξιμο κάθε πρωί, πριν το πρωινό γεύμα. |
| custom n | (tradition) | συνηθίζεται ρ απρ |
| | | συνήθεια ουσ θηλ |
| | | έθιμο ουσ ουδ |
| | | παράδοση ουσ θηλ |
| | The custom is to bring a gift when you are invited to dinner. |
| | Συνηθίζεται να προσφέρει κανείς δώρο όταν τον καλούν για δείπνο. |
| | Είναι έθιμο να προσφέρει κανείς δώρο όταν τον καλούν για δείπνο. |
| custom n | UK (patronage: using shops) | η επιλογή ενός καταστήματος από τους πελάτες |
| Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος. Θα μπορούσε να αποδοθεί ως «προτίμηση», π.χ. «Ευχαριστούμε για την προτίμησή σας», είπε ο ιδιοκτήτης του καταστήματος. |
| | "Thank you for your custom," the shop owner said. |
| custom n | UK (patronage: using services) | προτίμηση ουσ θηλ |
| | | συνεργασία ουσ θηλ |
| | | δουλειές ουσ θηλ πλ |
| Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. Προτείνονται ορισμένες υποψήφιες αποδόσεις. |
| | Tired of exorbitant fees, Rachel decided to take her custom to another bank. |
| customs npl | (airport baggage-check area) (δασμοί) | τελωνείο ουσ ουδ |
| | After passport control, you need to pass through customs. |
| | Μετά τον έλεγχο διαβατηρίων, πρέπει να περάσεις απ' το τελωνείο. |
| customs npl | (tax payable on imported goods) | δασμός ουσ αρσ |
| | | τέλος ουσ ουδ |
| | (καθομιλουμένη, ευρύτερα) | φόρος ουσ αρσ |
| Σχόλιο: Used with a singular or plural verb |
| | You may have to pay customs on imported goods. |
| | Ίσως χρειαστεί να πληρώσεις δασμούς για τα εισαγώμενα προϊόντα. |
| customs n | (government import duties department) | τελωνείο ουσ ουδ |
| | Canadian customs charge you taxes for any imported goods valued over $20. |
| | Τα τελωνεία στον Καναδά χρεώνουν φόρους για όλα τα εισαγόμενα αγαθά αξίας άνω των 20 δολαρίων. |
| Customs n | (government agency) | τελωνείο |
| | Customs is holding the shipment till you pay the tax. |
| | Το τελωνείο κρατάει το φορτίο μέχρι να πληρώσετε το φόρο. |
| customs n as adj | (charge, duty: payable on imported goods) | τελωνειακός επίθ |
| | | του τελωνείου περίφρ |
| | The company had to pay the customs duty for the imported item. |
| | Η εταιρεία έπρεπε να πληρώσει τελωνειακούς δασμούς για το εισαγόμενο προϊόν. |